- ομαρτή
- ὁμαρτῇ και ὁμάρτηι και ὁμαρτή (ΑΜ)επίρρ. συγχρόνως.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ομαρτώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁμαρτῇ — ὁμαρτέω act together pres subj mp 2nd sg ὁμαρτέω act together pres ind mp 2nd sg ὁμαρτέω act together pres subj act 3rd sg ὁμαρτῇ indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμαρτῆι — ὁμαρτῇ , ὁμαρτέω act together pres subj mp 2nd sg ὁμαρτῇ , ὁμαρτέω act together pres ind mp 2nd sg ὁμαρτῇ , ὁμαρτέω act together pres subj act 3rd sg ὁμαρτῇ , ὁμαρτῇ indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ομάριος — Ὁμάριος, ὁ (Α) προσωνυμία τού Διός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η προσωνυμία Ὁμάριος αντιστοιχεί στον αρχαιότερο τ. Ἁμάριος, επίθ. τού Διός ως προστάτη τών συνεδριάσεων τής Αχαϊκής Ομοσπονδίας, που οι αρχαίοι ταύτιζαν με τον Ὁμαγύριο Δία. Τόσο η προσωνυμία Ἁμάριος… … Dictionary of Greek
αμαρτή — ἁμαρτῇ και ἁμαρτῆ ή ἁμαρτῆ επίρρ. (Α) τον ίδιο χρόνο, συγχρόνως, μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. Άχρηστος τ. οργανικής πτώσης τού επιθ. *ἅμαρτος με επιρρηματική χρήση. Με το επίθ. *ἅμαρτος συνδέεται επίσης και ο ρηματ. τ. ἀμαρτῶ. Η λ. άμαρτος θεωρείται σύνθετη… … Dictionary of Greek
ομαρτήδην — ὁμαρτήδην και ὁμαρτήτην (Α) (επικ. τ.) επίρρ. συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμαρτῆ + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. αμαρτή δην)] … Dictionary of Greek
ομαρτώ — ὁμαρτῶ, έω (Α) (ποιητ. τ.) 1. κάνω κάτι ταυτοχρόνως με κάποιον άλλο («ἐξ οἴκου βῆσαν ὁμαρτήσαντες ἅμ ἄμφω», Ομ. Οδ.) 2. συνοδεύω, συμπορεύομαι, συμβαδίζω («ἐν νηΐ θοῇ ἤ πεζὸς ὁμαρτέων», Ομ. Ιλ.) 3. επιτίθεμαι μαζί με άλλον («ἀστακτὶ δὲ σὺν ταῑς… … Dictionary of Greek